Βασιλίσσης Σοφίας 121, Αθήνα, 11521
Τηλ.: 6946 066 973
e-mail: info@corneasurgery.gr
Η διασύνδεση κολλαγόνου είναι μία νέα μέθοδος αντιμετώπισης των εκτατικών παθήσεων του κερατοειδούς, όπως ο κερατόκωνος, η οποία χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια διεθνώς με μεγάλη επιτυχία και έχει ήδη πιστοποιηθεί από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα όσον αφορά την ασφάλειά της.
Βασικός στόχος της θεραπείας είναι η σταθεροποίηση του κερατοειδή και η αποτροπή της εξέλιξης της εκτατικής νόσου, έτσι ώστε μάτια που έχουν ικανοποιητική όραση πριν την θεραπεία να ενδυναμώνονται και να μην κινδυνεύουν να τη χάσουν.
Ένδειξη για τη θεραπεία έχουν ασθενείς με εκτασία του κερατοειδούς όπως:
στους οποίους διαπιστώνεται επιδείνωση της πάθησης με διαδοχικές τοπογραφίες του κερατοειδούς (ο κώνος γίνεται προοδευτικά πιο κυρτός). Απαραίτητη προυπόθεση για να είναι δυνατή η θεραπεία αποτελεί το να μην έχει κανένα σημείο του κερατοειδή πάχος μικρότερο από 400μm. Όσον αφορά την ηλικία του ασθενούς, η μέθοδος αυτή έχει αποδειχτεί ότι μπορεί να εφαρμοστεί με ασφάλεια και επιτυχία ακόμα και σε παιδιά άνω των 14 ετών. Ανώτερο όριο ηλικίας δεν υπάρχει αλλά ο κερατόκωνος σχεδόν ποτέ δεν εξελίσσεται μετά την ηλικία των 40 ετών, γεγονός που καθιστά τη θεραπεία χωρίς ένδειξη μετά από αυτήν την ηλικία.
Οι ασθενείς με προχωρημένο κερατόκωνο δεν πρέπει να υποβάλλονται στη θεραπεία αυτή αλλά σε μεταμόσχευση κερατοειδούς (διαμπερής ή πρόσθια στρωματική κερατοπλαστική) γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις η πιθανότητα επιπλοκών από τη θεραπεία είναι μεγαλύτερη και η παραμόρφωση του κερατοειδούς συνήθως συνοδεύεται από ουλοποίηση.
Αυτήν την περίοδο πραγματοποιούνται μελέτες εφαρμογής της θεραπείας αυτής σε ασθενείς με μολυσματική κερατίτιδα που δεν ανταποκρίνεται στη συνήθη φαρμακευτική αγωγή (λόγω ανθεκτικότητας των μικροβίων στα χορηγούμενα αντιβιοτικά), με πολύ καλά αποτελέσματα μέχρι στιγμής. Η επιτυχία της θεραπείας στην περίπτωση αυτή οφείλεται στην ικανότητα της ακτινοβολίας UVA να σκοτώνει παθογόνους μικροοργανισμούς.
Πρόκειται για μια ανώδυνη θεραπεία που πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία (αναισθητικές σταγόνες). Αρχικά αφαιρείται το επιθήλιο του κερατοειδούς ( είναι η πιο επιφανειακή στoιβάδα του κερατοειδούς, όπως είναι η επιδερμίδα στο δέρμα) και ακολουθεί ενστάλαξη ενός διαλύματος ριβοφλαβίνης (βιταμίνη Β2) για 10-30 λεπτά για να εμποτισθούν οι βαθύτερες στoιβάδες του κερατοειδούς. Στη συνέχεια ο κερατοειδής ακτινοβολείται με υπεριώδη ακτινοβολία UVA για 10-30 λεπτά. Αυτό προκαλεί το σχηματισμό νέων χημικών δεσμών μεταξύ των ινιδίων κολλαγόνου του κερατοειδούς (cross links). Η μηχανική σταθεροποίηση του κερατοειδούς που προκαλείται με αυτόν τον τρόπο εμποδίζει την περαιτέρω επιδείνωση του κερατοκώνου. Στο τέλος της θεραπείας τοποθετείται θεραπευτικός φακός επαφής για 2-3 μέρες μέχρι την ανανέωση του επιθηλίου του κερατοειδούς, οπότε και ο φακός αφαιρείται.
Μετά το τέλος της θεραπείας ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι του. Θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει αντιβιοτικά κολλύρια για μερικές ημέρες και κορτιζονούχα κολλύρια για μερικές εβδομάδες για να αποφευχθεί η εμφάνιση μόλυνσης και φλεγμονής. Οι μετεγχειρητικές επισκέψεις πραγματοποιούνται μετά από 3 ημέρες και στη συνέχεια, μετά από 1 μήνα από την ημέρα της επέμβασης.
Στην περίπτωση που χρήζουν θεραπείας και τα δύο μάτια, αποφεύγεται αυτή να γίνεται ταυτόχρονα και προτιμάται η διαδοχική με διαφορά μερικών εβδομάδων θεραπεία έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή μετεγχειρητική πορεία του πρώτου θεραπευόμενου ματιού (συνήθως του χειρότερου σε όραση ματιού) πριν ακολουθήσει το δεύτερο.
Οι μελέτες που έγιναν απέδειξαν ότι η θεραπεία επιτυγχάνει να σταματήσει την εξέλιξη του κερατοκώνου σε περισσότερο από το 90% των περιστατικών. Επιπροσθέτως, στους μισούς από αυτούς παρατηρήθηκε υποστροφή του κερατοκώνου (επιπέδωση του κώνου) στην τοπογραφία και βελτίωση της οπτικής οξύτητας. Η υποστροφή αυτή εμφανίζεται σε διάστημα μερικών εβδομάδων από την επέμβαση και συνεχίζεται για μήνες μετά στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι έρευνες απέδειξαν επίσης ότι το αποτέλεσμα διαρκεί για πολλά χρόνια μετά τη θεραπεία.
Η θεραπεία αυτή έχει αποδειχθεί ότι είναι ασφαλής χωρίς σημαντικές μετεγχειρητικές επιπλοκές αν η επιλογή των ασθενών είναι σωστή και η τήρηση του πρωτοκόλλου θεραπείας πιστή. Το τραύμα που προκαλείται από την αφαίρεση του επιθηλίου του κερατοειδούς, αν και επουλώνεται σε 2-5 ημέρες, ενδέχεται να προκαλέσει ενόχληση όπως αίσθημα ξένου σώματος και καύσου, δακρύρροια και ερυθρότητα. Αν και τα συμπτώματα αυτά δεν είναι ανησυχητικά, θα πρέπει να αποκλειστεί η σπάνια πιθανότητα μόλυνσης του κερατοειδούς. Βλάβη στο εσωτερικό του οφθαλμού ή καταρράκτης από τη χρησιμοποιούμενη υπεριώδη ακτινοβολία, δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί με το συγκεκριμένο πρωτόκολλο θεραπείας.
Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι η διασύνδεση του κολλαγόνου του κερατοειδούς είναι μέθοδος σταθεροποίησης και όχι εξάλειψης του κερατοκώνου και άλλων εκτασιών του κερατοειδούς. Αν η εκτατική πάθηση του κερατοειδούς σταθεροποιηθεί μετά τη θεραπεία, υπάρχουν άλλες θεραπείες που μπορούν να βελτιώσουν την οπτική οξύτητα στη συνέχεια όπως οι κερατοειδικοί δακτύλιοι και το excimer laser. Σε επιλεγμένες περιπτώσεις οι θεραπείες αυτές και η διασύνδεση του κολλαγόνου μπορούν να πραγματοποιηθούν στην ίδια συνεδρία.